- ζωθαλπής
- ζωθαλπής, -ές, θηλ. και ζώθαλπις, -ιδος (Α)αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι)* + -θαλπης (< θάλπω), πρβλ. ηλιο-θαλπής, πυρι-θαλπής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωθαλπέες — ζωθαλπής warming masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
ζώθαλπις — ζώθαλπις, ἡ (Α) βλ. ζωθαλπής … Dictionary of Greek
θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… … Dictionary of Greek
ζωθαλπέι — ζωθαλπέϊ , ζωθαλπής warming dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)